κατάστιξη

κατάστιξη
η (Α κατάστιξις) [καταστίζω]
νεοελλ.
η ενέργεια τού καταστίζω, διάστιξη τού δέρματος, δερματοστιξία, τατουάζ
αρχ.
(για τα μάτια τού Άργου) ποικιλοχρωμία, παρουσία πολλών στιγμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”